φιοριτούρα

φιοριτούρα
η
(λ. ιταλ.) (μουσ.), καλλωπισμός, διάνθισμα, εξωραϊσμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιοριτούρα — η, Ν·1. διάνθισμα 2. μουσ. α) ποίκιλμα που προσθέτει ο τραγουδιστής, κατά βούληση, σε μια μουσική φράση β) φθόγγος ή ομάδα φθόγγων, αυτοσχεδιαζόμενοι ή γραμμένοι, οι οποίοι παρεμβάλλονται στη φωνητική ή ενόργανη μελωδία για να τήν καλλωπίσουν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”